- πόθοδος
- ἡ, Α(δωρ. τ.) πρόσοδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς» με αποκοπή) + ὁδός (πρβλ. κάθ-οδος), με τροπή τού -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πόθοδον — πόθοδος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) … Dictionary of Greek
ποθόδιον — τὸ, Α [πόθοδος] (δωρ. τ.) προσόδιον … Dictionary of Greek